- πυλωρικός
- -ή, -ό / πυλωρικός, -ή, -όν, ΝΑ(για σχηματισμό ή πάθηση) ο σχετικός με τον πυλωρό τού στομάχουνεοελλ.φρ. α) «πυλωρικό άντρο»ανατ. το χαμηλότερο μέρος τού στομάχουβ) «πυλωρική αρτηρία»ανατ. κλάδος τής ηπατικής αρτηρίαςγ) «πυλωρική στένωση»ιατρ. σύνδρομο στένωσης τού πυλωρούδ) «πυλωρικό εξάρτημα»ζωολ. δακτυλοειδής εκκόλπωση τού εντέρου κοντά στον πυλωρό η οποία υπάρχει σε ορισμένους χονδροϊχθύς και πολλούς ακτινοπτερυγίουςε) «πυλωρικός αδένας»ζωολ. γαστρικός αδένας με βλεννώδεις εκκρίσεις, που περιέχει επίσης ένζυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυλωρός. Η λ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. pylorique (< πυλωρός «το κατώτατο στόμιο τού στομάχου»)].
Dictionary of Greek. 2013.